Να ‘ξερα

Χρονοστρωτήρας καιρός
με τον καιρό του πέρασε από πάνω μου
και μʼ έσπασε σαν τα χαλίκια του ροδιού
σε αμέτρητες αθόρυβες εκρήξεις
ως να με φέρει στα επίπεδα μέτρα του.
Αιμορραγώ από υποχρέωση και συνήθεια
μα εινʼ η υποχρέωση ανάγκη κι άρα φύση
κι είναι η συνήθεια φύση δεύτερη
Άλλο δεν ξέρω πια παρά να σπάω
αλίμονο, σαν τα χαλίκια του ροδιού.
Κι εσύ; Εσύ που μου ευχήθηκες
μια ρόδινη ζωή,
διακρίνεις άραγε
ποιο κόκκινο με πνίγει;

Φόρος αίματος

Στην ακόνη των ματιών σου
τον κόσμο σου τρόχισες.
Αν δε ματώσω
να σταθώ
δε θα βρω
τόπο.

Εξ άντληση

Ανάτειλε τα βλέφαρά σου
κι άσε το φως να γράψει εντός σου το καινούριο ξημέρωμα
Χωρίς να λες άλλο πια για τον πόνο σου
χωρίς να αντλείς άλλες καύσιμες μνήμες
απʼ το υπέδαφος του χθες που δεν πέτρωσε ακόμη.
Πάλι και πάλι μην αναφλέγεσαι
τις κινητήριες κατακαίγοντας ορμές σου
και το φαύλο μαστίγωμα κρατώντας ζωντανό.
Ανάτειλε τα βλέφαρά σου
κι ανάστειλε του μνημοβόρου νου τις εργασίες,
Όση ακόμη σου μένει αντοχή
να την κάμεις χαμόγελο.

Πρωινό καλοκαιριού

Από μακριά σε έφερε του θέρους η ανάσα
κι ολόχαρη ξεπέζεψες απ’ την ιερή πομπή
Βακχεία, χυμώδης τελετή η στάση σου στον κόσμο
μ’ ένα σταφύλι ανάθημα και γέλιο φωτοβόλο.
Την πλάση ολούθε πλούτισες με τη γλυκιά πνοή σου
και γύρω μου πλανήθηκες στη λάμψη τη χρυσή
Σαν άφρονα με μάγεψες με τον θεϊκό καρπό σου
κι έτσι καθώς με φίλησες, κινώντας το χορό σου,
πέρασε μες στα σπλάχνα μου λαθραία το κρασί.

Ιπποσημείωση

Το χαλινάρι
εξαγριώνει
τον αναβάτη.

Συνδεδεμένοι

​​Απ’ το καλούπι μας θρέψαμε κύριε
την έμφυτη ανάγκη για δεσμούς,
μην πέσετε·
συνδεδεμένοι ήρθαμε στον κόσμο
κι όταν ακόμη ρέπαμε στο μητρικό μας σχήμα
τον λώρο μας θυμόμασταν ακέραιο.
Δέσιμο με τη σιγουριά το όνειρό μας,
μην πέσετε κύριε.
Με διαβάτες δεθήκαμε για να τραφούμε
τις τροφές που δεν θρέφουν
και πεινασμένοι μείναμε.
Κύριε, κρατηθείτε.
Λύσαμε σχοινιά και τις ελεύθερες άκρες τους
κόμπους τις κάναμε σε ανθρώπους και όνειρα,
αυτός ήταν ο τρόπος μας, κύριε.
Δεσμούς αναπτύξαμε να ‘ρθουμε κοντά
να πιαστούμε απ’ το χέρι, να δεθούμε καλύτερα.
Κύριε, μ’ ακούτε;
Πιαστήκαμε αγκαλιά σα χορός ή σα θρήνος,
γιατί δεν απαντάτε;
Κρατηθήκαμε σύσσωμοι
και οι ώμοι των άλλων
έγιναν μέλη του λειψού μας κορμιού,
μια συνέχεια, όλοι, της αστάθειας δίπλα μας.
Κρατηθείτε κύριε.
Μην πέσετε κύριε.
Έκαστος πλάι σ’ αυτόν που είναι πλάι του
και ποιος στηρίζει ποιον
και ποιος βαραίνει ποιον·
γιατί δεν απαντάτε κύριε;
Όλοι ένας δεσμός
Όλοι μια αγκαλιά
Όλοι ένα μπαστούνι να στηθεί στα πόδια του
ο μεγάλος μας φόβος:
Μη γέρνετε κύριε!
Μ’ ακούτε κύριε;
Η κλίση σας προωθείται.

Συνάντηση σε κόκκινο τοπίο

Μικρά τμήματα του πεζικού ερχομού σου
στα ερειπωμένα μάτια μου κατέφθασαν
και δίχως να ζητήσουν άδεια
στρατοπεδεύσανε
κάτω απ’ την κόκκινη βροχή που όλο στάζει
απ’ το ακάνθινο στερέωμα.
Επίθεση, είπες, δεν θα γίνει
αλλά το κυρίως σώμα σου δεν άργησε να φτάσει,
και τέτοιο σώμα χωρίς επιδρομές
δεν τρέφεται.
Μικρά τιμήματα του πεζικού ερχομού σου
η κατάληψη θέσεων – και πού να βρω μιαν αντίθεση να καλυφθώ
η αρπαγή πόρων – και πώς μπορώ δίχως αυτούς να αναπνεύσω
κι η υπενθύμιση της υπεραριθμίας σου
που πάντοτε αρρυθμίες προκαλεί.
Ενώπιών μου
ειρηνική και πάνοπλη κοιτάς
τα συντρίμμια που άφησε ο πόλεμος.
Δεν ήταν πόλεμος, λες
λες κι η απώλεια πόλεμος δεν είναι.
Κι όπως ο κάθε νικητήριος στρατός
θα κινηθείς για άλλα μέτωπα
μέχρι κι εσύτο μέτωπό σου να ματώσεις.

Νυχτόβιοι λογισμοί

Τη νύχτα
που από της μνήμης τα δεσμά σου λύθηκες
πουλήθηκες στη νύχτα με ζήλο
που λήθη και σπατάλη σε γεμίζει.
Πουλί που καίει τα φτερά του μου θυμίζει
το πείσμα σου
τη φύση σου
ν’ αλλάξεις λίγο-λίγο.