Ψεύτικο χαμόγελο
Νύχτα στη νύχτα ό,τι μου ‘μεινε μετράω
κέρματα μνήμες απ’ τα ρέστα της ζωής,
μέσα στις χούφτες μου σαν πέταλα κρατάω
τ’ απομεινάρια κάποιας άνοιξης νεκρής.
Ό,τι θα ‘ρχότανε έχει γίνει πια ιστορία
και τ’ άδεια χρόνια μας στον τοίχο τα κρεμάσαμε,
όπως μας τράβαγε η ζωή φωτογραφία
εμείς με ψεύτικο χαμόγελο γεράσαμε.
Ίσως να έρθεις κάποια νύχτα σαν τριγμός
μίας ρωγμής προτού τα σύνορά της σπάσουν
και να σου φύγει από τα χείλη ένας λυγμός
που τσάμπα αφήσαμε τα χρόνια να περάσουν.
Ό,τι θα ‘ρχότανε έχει γίνει πια ιστορία
και τ’ άδεια χρόνια μας στον τοίχο τα κρεμάσαμε,
όπως μας τράβαγε η ζωή φωτογραφία
εμείς με ψεύτικο χαμόγελο γεράσαμε.
Χαρτί με τη γραφή σου
Τα βλέφαρά σου έκλεισες
να κοιμηθείς για λίγο
κι εγώ κλεισμένος μέσα σου
γυρεύω να ξεφύγω.
Στους κύκλους της ανάσας σου
πατώ μη σε ξυπνήσω,
πονώ που μένω δίπλα σου
πονώ και αν σ’ αφήσω.
Τεντώνεται η σκέψη σου
και σαν παιδί διπλώνομαι,
βάζεις σε λίστα τη ζωή σου
κι εγώ χαρτί με τη γραφή σου
ανακυκλώνομαι.
Χαμένη μες στον ύπνο σου
κοιτάς τι θα σε σώσει,
μέχρι να ζήσεις τ’ όνειρο
τ’ όνειρο θα τελειώσει.
Πλευρό αλλάζει η νύχτα σου
κι ο κόσμος μου τρομάζει,
γυρεύω ό,τι είναι μόνιμο
κι εσύ ό,τι αλλάζει.
Τεντώνεται η σκέψη σου
και σαν παιδί διπλώνομαι,
βάζεις σε λίστα τη ζωή σου
κι εγώ χαρτί με τη γραφή σου
ανακυκλώνομαι.
Σήματα Μορς
Ξάπλωσε κοντά μου
άσε το θυμό στο κομοδίνο,
όσο κι αν το θέλεις
ό,τι θες δεν πρόκειται να γίνω.
Άναψε τη λάμπα
θέλω να με δεις να σε κοιτάζω,
μέσα μου μετράω
μόνο τις στιγμές που σ’ αγκαλιάζω.
Σήματα Μορς οι αναπνοές
τηλεγραφούνε σ’ αγαπώ,
λαχανιασμένες συλλαβές
που ξαποσταίνουν στο λαιμό
και στην καρδιά μας.
Σ ένα σεντόνι δυο ζωές
κάνουν κουβάρι το ρεπό
και στο ταβάνι οι σκιές
παίζουν γυμνές με το νερό
και τη φωτιά μας.
Γείρε στο πλευρό μου
δώσε μου τoν λόγο που γυρεύω
για όλα τα καλά σου
την ανηφοριά σου να ανέβω.
Γίνε αυτή που είσαι
όταν είσαι αυτή που αγαπάς
και τη λάμπα σβήσε,
τόσο φως δεν ήτανε για μας.
Σήματα Μορς οι αναπνοές
τηλεγραφούνε σ’ αγαπώ,
λαχανιασμένες συλλαβές
που ξαποσταίνουν στο λαιμό
και στην καρδιά μας.
Σ ένα σεντόνι δυο ζωές
κάνουν κουβάρι το ρεπό
και στο ταβάνι οι σκιές
παίζουν γυμνές με το νερό
και τη φωτιά μας.
Περαστικός
Στο δρόμο σαν αδέσποτο
το βλέμμα μου γυρίζει
κι ένα ρημάδι ξέσκεπο
ό,τι βαστώ κοστίζει.
Οι τοίχοι του χαλάσματα
ανοίγουν να περάσω
κι η τύχη μου σε κλάσματα
με κόβει να του μοιάσω.
Δωμάτιο ξένο η ζωή
κι εγώ περαστικός,
από την πρώτη μου κραυγή
μέχρι την ύστατη πνοή
ένα παιχνίδι του διακόπτη με το φως.
Ξενυχτισμένος στέκομαι
και την ψυχή σκαλίζω,
τι είναι δικό μου σκέφτομαι
και σιωπηλός δακρύζω.
Εκεί μες στην αλμύρα μου
τη γεύση μου μαθαίνω,
κι αντικριστά στη μοίρα μου
της λέω “δεν πεθαίνω”.
Δωμάτιο ξένο η ζωή
κι εγώ περαστικός,
από την πρώτη μου κραυγή
μέχρι την ύστατη πνοή
ένα παιχνίδι του διακόπτη με το φως.
Σε κάποιο μέρος κάποτε
Σε κάποιο μέρος κάποτε υπήρχε μία χώρα
που πάνω της συνόρευαν δυο κράτη εχθρικά,
ποτέ δε στάλθηκαν στη μια από την άλλη δώρα
κι ούτε κανείς ταξίδεψε για γλέντι ή για δουλειά.
Στο ένα κράτος κάποτε ξεπήδησε μια πόλη
που δίπλα της γεννήθηκαν τρία μικρά χωριά
απ’ το ένα κάποιος πέρασε και κόλλησε πανώλη
και ύστερα την άπλωσε σε κάθε γειτονιά.
Ο έμπορος στο φούρναρη έδωσε την αρρώστια
κι αυτός μετά στον δάσκαλο κι εκείνος στον παπά
η παπαδιά στη μάνα της που τα ‘χε τετρακόσια
κι εκείνη στον προπάππο της που ‘ταν του θανατά.
Οι ποντικοί τον φάγανε τον γέρο κι αρρωστήσαν
και ‘φυγαν και ταξίδεψαν να βρουν τη γιατρειά,
βουνά και λόγγους πέρασαν, στην άλλη γη πατήσαν
κι εκεί καινούριους κόλλησαν μεγάλους και παιδιά.
Ο ταξιτζής τον άνεργο κι εκείνος τον χαμάλη,
ο κομμωτής τη θεία του και μια νοικοκυρά
αυτή την ερωμένη της και τον κουφό μπακάλη
που βρήκε και φτερνίστηκε στα ζαρζαβατικά.
Σε κάποιο μέρος κάποτε υπήρξαν δύο χώρες
που οι άνθρωποί τους νόμιζαν πως δεν είχαν κοινά,
μα τις καμπάνες άκουγαν τις πρωινές τις ώρες
συγχρόνως καθώς χτύπαγαν για τα θανατικά.